Παράγοντες κινδύνου

Κάπνισμα και περιοδοντίτιδα

Το κάπνισμα αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση περιοδοντίτιδας. Ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών που αναζητούν περιοδοντική θεραπεία είναι βαρείς καπνιστές, δηλαδή καπνίζουν πάνω από 15-20 τσιγάρα ημερησίως. Στους καπνιστές ο δείκτης αιμορραγίας εμφανίζεται μειωμένος και γι’αυτό το λόγο οι καπνιστές δεν αντιλαμβάνονται έγκαιρα ότι πάσχουν από τη νόσο.

Το κάπνισμα αυξάνει τη βαρύτητα της περιοδοντικής νόσου και επηρεάζει αρνητικά τα αποτελέσματα της μη χειρουργικής και χειρουργικής περιοδοντικής θεραπείας. Επιπρόσθετα, οι καπνιστές εμφανίζουν συχνότερα υποτροπή ή και εξέλιξη της νόσου μετά το πέρας της θεραπείας. Μειωμένα εμφανίζονται επίσης τα ποσοστά επιτυχίας της θεραπείας με εμφυτεύματα σε καπνιστές.

Ενθαρρυντικά ωστόσο είναι τα αποτελέσματα πολλών ερευνών που δείχνουν ότι η διακοπή του καπνίσματος επιδρά θετικά στο περιοδόντιο και στην ανταπόκριση στη περιοδοντική θεραπεία.

Η σχέση σακχαρώδους διαβήτη και περιοδοντίτιδας είναι αμφίδρομη. Η περιοδοντική νόσος αναφέρεται ως μία από τις επιπλοκές του σακχαρώδους διαβήτη δεδομένου ότι εμφανίζεται με αυξημένη συχνότητα, έκταση, βαρύτητα και ρυθμό εξέλιξης σε διαβητικούς ασθενείς τύπου 1 και 2 και επηρεάζεται από το επίπεδο ρύθμισής του.

Οι περισσότερες έρευνες δείχνουν ότι όσο δυσχερέστερη είναι η ρύθμιση του διαβήτη τόσο χειρότερη είναι η κατάσταση των περιοδοντικών ιστών ενώ αντίστροφα, η παρουσία προχωρημένης περιοδοντίτιδας φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά την προσπάθεια γλυκαιμικού ελέγχου και σχετίζεται με βαρύτερες διαβητικές επιπλοκές.

H παρουσία συχνών περιοδοντικών αποστημάτων, υπερπλασίας των ούλων, ταχείας οστικής καταστροφής ή καθυστερημένης επούλωσης αποτελούν ενδείξεις ασθενούς με αδιάγνωστο ή αρρύθμιστο σακχαρώδη διαβήτη. Ο διαβήτης παρουσιάζει ποικίλες στοματικές εκδηλώσεις, όπως ξηροστομία και αίσθημα καύσου στο στόμα ή τη γλώσσα, τερηδόνα και στοματίτιδα.

Η περιοδοντική θεραπεία σε ασθενείς με επαρκώς ρυθμισμένο διαβήτη πραγματοποιείται όπως ακριβώς στους υγιείς μη διαβητικούς ασθενείς, επιτρέπει την εφαρμογή χειρουργικής του περιοδοντίου και την τοποθέτηση εμφυτευμάτων με υψηλά ποσοστά επιτυχίας. Σε ασθενείς με διεγνωσμένο αλλά αρρύθμιστο διαβήτη συνιστάται η παροχή μόνο επείγουσας οδοντιατρικής φροντίδας με παράλληλη χορήγηση αντιβίωσης μέχρι να ελεγχθεί η υποκείμενη νόσος.

Τα τελευταία χρόνια έχει βρεθεί μέσα από πληθώρα ερευνών ότι η φλεγμονή των περιοδοντικών ιστών αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τη γέννηση πρόωρων και ελλιποβαρών νεογνών.

Τα ευρήματα από τις επιδημιολογικές, μικροβιολογικές και κλινικές μελέτες παρέχουν ενδείξεις για την επιβάρυνση της εγκύου από την παρουσία ενεργού περιoδοντίτιδας. Επιπρόσθετα, τεκμηριώνουν την ευεργετική επίδραση της παροχής περιοδοντικής θεραπείας κατά τη διάρκεια του δευτέρου τριμήνου της κύησης.

Σύμφωνα με νεώτερα ερευνητικά δεδομένα φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ καρδιαγγειακών νοσημάτων και περιοδοντίτιδας. Η παρουσία περιοδοντίτιδας φαίνεται να συνδέεται με μια συστηματική φλεγμονώδη απάντηση. Τα περιοδοντοπαθογόνα μικρόβια διαθέτουν την ικανότητα να διασπείρονται μέσω της αιματικής οδού και ανιχνεύονται στα μεγάλα αγγεία. Ωστόσο δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα επαρκείς ενδείξεις ότι η περιοδοντίτιδα αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι ασθενείς που είναι σε θέση να περιορίσουν τους στρεσογόνους παράγοντες, διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης περιοδοντικής νόσου, ενώ αντίθετα υψηλό (57%) είναι το ποσοστό συσχέτισης βαριάς περιοδοντίτιδας με ψυχολογικούς παράγοντες, όπως το άγχος, η μοναξιά, η στενοχώρια και η κατάθλιψη. Τα αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης που συνοδεύουν τα επεισόδια στρες ενδέχεται να οδηγούν σε αυξημένη καταστροφή του φατνιακού οστού όταν συνυπάρχει περιοδοντική νόσος. Παράλληλα η υιοθέτηση βλαπτικών συνηθειών όπως το κάπνισμα σε συνδυασμό με πλημμελή στοματική υγιεινή επιβαρύνουν την περιοδοντική υγεία.
Πρόσφατα, η έρευνα έχει επικεντρωθεί στη διερεύνηση πιθανής συσχέτισης μεταξύ οστεοπόρωσης και περιοδοντίτιδας. Κοινό χαρακτηριστικό των δύο νοσημάτων είναι η σταδιακή απώλεια του φατνιακού οστού. Τα αποτελέσματα αρκετών μελετών υποδεικνύουν ότι η χαμηλή συστηματική οστική μάζα στις γυναίκες με ανεπάρκεια οιστρογόνων πιθανόν επηρεάζει την οστική πυκνότητα του φατνιακού οστού, αν και δεν έχει τεκμηριωθεί μια αιτιολογικού τύπου συσχέτιση. Επιπλέον, η θεραπεία υποκατάστασης με οιστρογόνα στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες φαίνεται να επηρεάζει θετικά την οστική μάζα.
διαβάστε επίσης